Του Δρ. Γιώργου Ευθυμίου
Η αντίληψη ότι το ανθρώπινο έντερο δεν είναι παρά ένας σωλήνας που απορροφά τα διάφορα θρεπτικά συστατικά των τροφών είναι σίγουρα υπεραπλουστευμένη και επιστημονικά ξεπερασμένη. Πριν την πρόσφατη εμφάνιση των γαλακτοκομικών προϊόντων με προβιοτικά, λίγοι έδιναν μεγάλη σημασία στο γεγονός ότι το έντερο φιλοξενεί μία πληθώρα φιλικών μικροβίων, που ονομάζουμε εντερική χλωρίδα. Τα τελευταία χρόνια όμως, η μικροβιακή χλωρίδα του εντέρου και η σημαντική επίδραση που έχει στην υγεία μας έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον των επιστημόνων, που τη θεωρούν πια ως ξεχωριστό ‘όργανο’ του πεπτικού συστήματος. Ένα αόρατο αλλά πολύτιμο όργανο για το οποίο γνωρίζουμε ελάχιστα.
Οι περισσότερες πληροφορίες που έχουμε μέχρι τώρα αφορούν στη βακτηριακή σύσταση της χλωρίδας, αν και είναι γνωστό ότι περιέχει επίσης μύκητες και πρωτόζωα. Η σύσταση της μικροχλωρίδας του εντέρου δεν εξαρτάται σημαντικά από το είδος των τροφών που καταναλώνουμε, μιας και ‘κληρονομείται’ από τη μητέρα και σταθεροποιείται κατά μεγάλο βαθμό μετά τη περίοδο του θηλασμού.
Με τη ραγδαία ανάπτυξη των τεχνολογιών στο χώρο της μοριακής βιολογίας, νέες μέθοδοι έκαναν εφικτή τη λεπτομερή ανάλυση της σύστασης της μικροβιακής χλωρίδας του εντέρου. Η μεγάλη σημασία της για την υγεία μας, ώθησε την αμερικανική κυβέρνηση να χρηματοδοτήσει την πλήρη αποκωδικοποίηση των μικροβιακών γονιδιωμάτων που συναντούνται στο ανθρώπινο σώμα (Human Microbiome Project). Μία τέτοια χαρτογράφηση της ανθρώπινης μικροχλωρίδας θα μας οδηγήσει στην αναγνώριση μικροβιακών γονιδίων που μπορεί να παίζουν σημαντικό ρόλο στην αλληλεπίδραση της εντερικής χλωρίδας με το ανοσοποιητικό μας σύστημα και τις λειτουργίες του πεπτικού μας συστήματος. Επιπρόσθετα, αυτή η τεχνολογικά εκλεπτυσμένη μελέτη θα μας δείξει πως τα μικρόβια του εντέρου επικοινωνούν μεταξύ τους, μέσω χημικών ενώσεων που παράγουν. Αυτά τα χημικά ‘μηνύματα’ πιστεύεται ότι είναι εξαιρετικής σημασίας για τη λειτουργία της χλωρίδας.
Πολλοί γνωρίζουμε τις θετικές επιπτώσεις που έχουν τα μικρόβια του εντέρου στην πέψη των τροφών και το πώς αυτή η διαδικασία μπορεί να διευκολυνθεί με τη συχνή κατανάλωση γιαουρτιών με προβιοτικά συμπληρώματα. Πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι η εντερική μικροχλωρίδα επηρεάζει επίσης τον μεταβολισμό και την ενεργειακή ομοιόσταση του οργανισμού. Τα βακτήρια του παχέως εντέρου μεταβολίζουν τους υδατάνθρακες που δεν έχουν απορροφηθεί από το λεπτό έντερο και τους μετατρέπουν σε μικρά λιπαρά οξέα που είναι εύκολο να απορροφηθούν. Επίσης, τα εντερικά μικρόβια παράγουν βιταμίνες της ομάδας Β και τη βιταμίνη Κ και βοηθούν στο μεταβολισμό των χολικών οξέων, λιπιδίων και στερολών. Ακόμα, εξουδετερώνουν τοξικές ουσίες και βαρέα μέταλλα όπως το χρώμιο. Επιπρόσθετα, τα μικρόβια της εντερικής χλωρίδας δρουν ως σύμμαχοι του ανοσοποιητικού συστήματος και εμποδίζουν πιθανές λοιμώξεις από παθογόνα μικρόβια. Τέλος, εμποδίζουν την ανάπτυξη αλλεργιών και του άσθματος, με το να ‘εκπαιδεύουν’ το ανοσοποιητικό σύστημα του νεογνού κατά τη διάρκεια της κύησης.
Ο ρόλος της μικροβιακής χλωρίδας στην ανάπτυξη αυτοάνοσων ασθενειών όπως ο διαβήτης τύπου 1 ή η σκλήρυνση κατά πλάκας έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον και έχει τραβήξει τη προσοχή πολλών ερευνητικών ομάδων διεθνώς. Το ίδιο ισχύει και για την επίδρασή της πάνω στην εμφάνιση του διαβήτη τύπου 2 και την παχυσαρκία.
Πολλοί ερευνητές εξετάζουν ακόμα τη δυνατότητα να ‘καλλιεργούμε’ την εντερική μας χλωρίδα στο προσεχές μέλλον, κατά τέτοιο τρόπο που να προλαμβάνουμε ασθένειες σαν και αυτές που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Κάτι τέτοιο θα είχε όχι μόνο ιατρικό ενδιαφέρον αλλά και θα άνοιγε νέες προοπτικές για τις βιομηχανίες τροφίμων και φαρμάκων. Προβιοτικά παρασκευάσματα σε γιαούρτια ή παρόμοια γαλακτοκομικά προϊόντα ή πρεβιοτικές ουσίες όπως η ινουλίνη θεωρούνται ελπιδοφόροι υποψήφιοι για τον έλεγχο της σύστασης της εντερικής μικροχλωρίδας.
Επομένως, φαίνεται ότι οι μικροσκοπικοί μας φίλοι που ζουν στο έντερό μας, και που για πολύ καιρό ζούσαν στην αφάνεια και τη περιφρόνηση, επηρεάζουν την ανθρώπινη υγεία σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ότι νομίζαμε. Είναι λοιπόν καιρός για την ανθρωπότητα, που εξερεύνησε τις θάλασσες και φλέρταρε με τα μυστήρια του διαστήματος, να στρέψει το βλέμμα της και στις αόρατες πολιτείες των μικροβίων που φιλοξενούμε μέσα μας, ώστε να κερδίσουν επιτέλους τη προσοχή που αξίζουν.
Ο Δρ. Γιώργος Ευθυμίου, διδάκτορας βιοτεχνολογίας του Πανεπιστημίου του Surrey (Μεγάλη Βρετανία) και επιστημονικός συνεργάτης στο Τμήμα Βιολογίας του ΕΚΠΑ.
Πηγή: www.medicalland.gr
Η αντίληψη ότι το ανθρώπινο έντερο δεν είναι παρά ένας σωλήνας που απορροφά τα διάφορα θρεπτικά συστατικά των τροφών είναι σίγουρα υπεραπλουστευμένη και επιστημονικά ξεπερασμένη. Πριν την πρόσφατη εμφάνιση των γαλακτοκομικών προϊόντων με προβιοτικά, λίγοι έδιναν μεγάλη σημασία στο γεγονός ότι το έντερο φιλοξενεί μία πληθώρα φιλικών μικροβίων, που ονομάζουμε εντερική χλωρίδα. Τα τελευταία χρόνια όμως, η μικροβιακή χλωρίδα του εντέρου και η σημαντική επίδραση που έχει στην υγεία μας έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον των επιστημόνων, που τη θεωρούν πια ως ξεχωριστό ‘όργανο’ του πεπτικού συστήματος. Ένα αόρατο αλλά πολύτιμο όργανο για το οποίο γνωρίζουμε ελάχιστα.
Οι περισσότερες πληροφορίες που έχουμε μέχρι τώρα αφορούν στη βακτηριακή σύσταση της χλωρίδας, αν και είναι γνωστό ότι περιέχει επίσης μύκητες και πρωτόζωα. Η σύσταση της μικροχλωρίδας του εντέρου δεν εξαρτάται σημαντικά από το είδος των τροφών που καταναλώνουμε, μιας και ‘κληρονομείται’ από τη μητέρα και σταθεροποιείται κατά μεγάλο βαθμό μετά τη περίοδο του θηλασμού.
Με τη ραγδαία ανάπτυξη των τεχνολογιών στο χώρο της μοριακής βιολογίας, νέες μέθοδοι έκαναν εφικτή τη λεπτομερή ανάλυση της σύστασης της μικροβιακής χλωρίδας του εντέρου. Η μεγάλη σημασία της για την υγεία μας, ώθησε την αμερικανική κυβέρνηση να χρηματοδοτήσει την πλήρη αποκωδικοποίηση των μικροβιακών γονιδιωμάτων που συναντούνται στο ανθρώπινο σώμα (Human Microbiome Project). Μία τέτοια χαρτογράφηση της ανθρώπινης μικροχλωρίδας θα μας οδηγήσει στην αναγνώριση μικροβιακών γονιδίων που μπορεί να παίζουν σημαντικό ρόλο στην αλληλεπίδραση της εντερικής χλωρίδας με το ανοσοποιητικό μας σύστημα και τις λειτουργίες του πεπτικού μας συστήματος. Επιπρόσθετα, αυτή η τεχνολογικά εκλεπτυσμένη μελέτη θα μας δείξει πως τα μικρόβια του εντέρου επικοινωνούν μεταξύ τους, μέσω χημικών ενώσεων που παράγουν. Αυτά τα χημικά ‘μηνύματα’ πιστεύεται ότι είναι εξαιρετικής σημασίας για τη λειτουργία της χλωρίδας.
Πολλοί γνωρίζουμε τις θετικές επιπτώσεις που έχουν τα μικρόβια του εντέρου στην πέψη των τροφών και το πώς αυτή η διαδικασία μπορεί να διευκολυνθεί με τη συχνή κατανάλωση γιαουρτιών με προβιοτικά συμπληρώματα. Πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι η εντερική μικροχλωρίδα επηρεάζει επίσης τον μεταβολισμό και την ενεργειακή ομοιόσταση του οργανισμού. Τα βακτήρια του παχέως εντέρου μεταβολίζουν τους υδατάνθρακες που δεν έχουν απορροφηθεί από το λεπτό έντερο και τους μετατρέπουν σε μικρά λιπαρά οξέα που είναι εύκολο να απορροφηθούν. Επίσης, τα εντερικά μικρόβια παράγουν βιταμίνες της ομάδας Β και τη βιταμίνη Κ και βοηθούν στο μεταβολισμό των χολικών οξέων, λιπιδίων και στερολών. Ακόμα, εξουδετερώνουν τοξικές ουσίες και βαρέα μέταλλα όπως το χρώμιο. Επιπρόσθετα, τα μικρόβια της εντερικής χλωρίδας δρουν ως σύμμαχοι του ανοσοποιητικού συστήματος και εμποδίζουν πιθανές λοιμώξεις από παθογόνα μικρόβια. Τέλος, εμποδίζουν την ανάπτυξη αλλεργιών και του άσθματος, με το να ‘εκπαιδεύουν’ το ανοσοποιητικό σύστημα του νεογνού κατά τη διάρκεια της κύησης.
Ο ρόλος της μικροβιακής χλωρίδας στην ανάπτυξη αυτοάνοσων ασθενειών όπως ο διαβήτης τύπου 1 ή η σκλήρυνση κατά πλάκας έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον και έχει τραβήξει τη προσοχή πολλών ερευνητικών ομάδων διεθνώς. Το ίδιο ισχύει και για την επίδρασή της πάνω στην εμφάνιση του διαβήτη τύπου 2 και την παχυσαρκία.
Πολλοί ερευνητές εξετάζουν ακόμα τη δυνατότητα να ‘καλλιεργούμε’ την εντερική μας χλωρίδα στο προσεχές μέλλον, κατά τέτοιο τρόπο που να προλαμβάνουμε ασθένειες σαν και αυτές που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Κάτι τέτοιο θα είχε όχι μόνο ιατρικό ενδιαφέρον αλλά και θα άνοιγε νέες προοπτικές για τις βιομηχανίες τροφίμων και φαρμάκων. Προβιοτικά παρασκευάσματα σε γιαούρτια ή παρόμοια γαλακτοκομικά προϊόντα ή πρεβιοτικές ουσίες όπως η ινουλίνη θεωρούνται ελπιδοφόροι υποψήφιοι για τον έλεγχο της σύστασης της εντερικής μικροχλωρίδας.
Επομένως, φαίνεται ότι οι μικροσκοπικοί μας φίλοι που ζουν στο έντερό μας, και που για πολύ καιρό ζούσαν στην αφάνεια και τη περιφρόνηση, επηρεάζουν την ανθρώπινη υγεία σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ότι νομίζαμε. Είναι λοιπόν καιρός για την ανθρωπότητα, που εξερεύνησε τις θάλασσες και φλέρταρε με τα μυστήρια του διαστήματος, να στρέψει το βλέμμα της και στις αόρατες πολιτείες των μικροβίων που φιλοξενούμε μέσα μας, ώστε να κερδίσουν επιτέλους τη προσοχή που αξίζουν.
Ο Δρ. Γιώργος Ευθυμίου, διδάκτορας βιοτεχνολογίας του Πανεπιστημίου του Surrey (Μεγάλη Βρετανία) και επιστημονικός συνεργάτης στο Τμήμα Βιολογίας του ΕΚΠΑ.
Πηγή: www.medicalland.gr
0 Σχόλια