Γράφει η Καλλιόπη Παπαμιχαήλ
Παράξενα καράβια της ουράνιας θάλασσας τα απαλά σύννεφα, τουλίπες παιχνιδιάρικες, αργοδιαβαίναν μπροστά απ’ του φεγγαριού το φως.
Λούζονταν και θαναλούζονταν στο ρευστό ασήμι και τραβούσαν μετά μακριά. Η θάλασσα, σωστός καθρέπτης της νύχτας, με ένα αλαφρό κυματάκι γεμάτο μυστήριο, ταίριαζε τα είδωλά τους. Έκανε σωστή αντιγραφή τους σε συμμετρικό βάθος, τα ζωντάνευε πιο πολύ με τα τσαλίμια της και τέλος τα αλαφροτσάκιζε με τις απαλές της ρυτίδες...
Τα κυματάκια φεύγανε κι’ εκείνα όπως τα σύννεφα... Πέρα, στα βάθη του πελάγου, εκεί που του φεγγαριού το φως έφτανε αμφίβολο για να φωτίσει φτωχά την βουνοσειρά, εκεί θα κάναν συνάντηση τα σύννεφα με τα κυματάκια. Τα σύννεφα για να καλησπερίσουν τις κορφές, τα κυματάκια για να γλύψουν τις ρίζες, ίσια εκεί που τις έκοβε το νερό...
Σε κόσμους άπιαστους, εξωτικούς, άυλους μπαίναν αργά, αργά. Ταξίδι σιωπηλό, μυστηριώδικο! Πίσω τους έμενε του ουρανού το φωτισμένο άπειρο και της θάλασσας ο ασημένιος καθρέπτης.
Η βουνοσειρά, γιγάντισα μισοσκότεινη με θεόρατη, παράξενη κορμοστασιά, όλο κι’ αψήλωνε, όλο και θέριευε. Τιτάνες που αγκαλιάζονταν, που σφίγγονταν με αγάπη και με μίσος, η θάλασσα και τα βουνό____
Τα μπαμπακένια συννεφάκια φτάσανε πάνω απ’ τα βουνά. Τα μικρά κυματάκια γλύψε τις ρίζες τους. Η βουνοσειρά φάνταζε τώρα τρομερή και μεγαλόπρεπη, ντυμένη ολόκληρη με της νύχτας το μυστήριο. ..
Σα μιά στιγμή τα σύννεφα γινήκαν μια ουρά μακριά που η άκρη της έφτανε στην μέση της βουνοσειράς. Τα κυματάκια φτιάξαν ένα πίδακα που ξετινάχτηκε ζωηρός ψηλά και άγγιξε την ουρά την συννεφένια.
Στο άγγισμα τους γεννήθηκε ένα πάφλασμα γεμάτο φώς. Ουρά και πίδακας μετά ρίχτηκαν σε ένα τρελό στροβίλισμα και στης βουνοσειράς το μαυριδερό φόντο, χαράχτηκε ένας σαλίγκαρος από ατμούς και σταγόνες. Ένας σαλίγκαρος που στριφογύριζε τρελά, σκορπίζοντας το φως του σε χίλια χρώματα...
Ο σαλίγκαρος έσπασε, το φως λιγόστεψε και στην θέση της παράξενης δίνης φάνηκε ένας τεράστιος άσπρος γλάρος!
Κινούσε τα φτερά του αργά, ρυθμικά, στον ρυθμό της σερενάτας, ενώ η καμπύλη του λαιμού του, παράξενος γλάρος με λαιμό κύκνου, χάραζε άπιαστα λευκά τόξα, καθώς το υπερκόσμιο αυτό θαλασσοπούλι γυρνούσε το κεφάλι αργά, πότε στην μια και πότε στην άλλη μεριά.
Πλησίαζε στην βουνοσειρά. Ανέβαινε στα απάτητά της αετώματα, κατέβαινε στους παρθενικούς της γκρεμνούς
Κι’ ήταν η βουνοσειρά κατάγιομη από φωλιές γλάρων... Τα μικρά θαλασσοπούλια, στο νυχτερινό πέρασμα του βασιλιά τους, άφηναν κρυφούς κρωγμούς και φοβισμένα κρύβαν τα μικρά τους κεφάλια κάτω από τις μαλακές άσπρες φτερούγες...
Κάποιο μυστήριο συνέβαινε απόψε ανάμεσα στα όμορφα θαλασσοπούλια. . .
Ο πελώριος γλάρος κάθισε στην πιο ψηλή κορφή.
Είχε περάσει από όλες τις φωλιές κι’ είχε σκορπίσει στα θαλασσοπούλια τη μυστήριο της εμφάνισής του...
Και να, στα βάθη του μακρινού ορίζοντα, φάνηκε ένας στόλος. "Ένας παράξενος στόλος από πλεούμενα κάθε λογής. Καράβια μεγάλα, καράβια μικρά, γολέτες, μπρατσέρες, τρεχαντήρια, βαρκούλες... Όλα τους κουφάρια! Δίχως σωστές αρματωσιές, δίχως φροντισμένα ξάρτια, δίχως κουπιά .Αλλά με σπασμένα άλμπουρα, άλλα με τρυπημένα πλευρά και ντυμένα όλα με ψιλά φύκια φυτρωμένα επάνω τους!. . .
Όλα τα ναυάγια είχαν αποκτήσει ξαφνικά μια δύναμη και είχαν σκαρφαλώσει στην επιφάνεια!
Το φεγγάρι στάθηκε μάρτυρας σ’ ένα ξαναζωντάνευμα. Ναυαγισμένα πλεούμενα και πνιγμένα πληρώματα, είχαν πάρει μια παράξενη ζωή!...
Ο πελώριος γλάρος έκρουξε από ψηλά. Τα τουμπανισμένα κορμιά, που στέκαν ολόρθια στα καταστρώματα σκιρτήσανε. Ο ψυχές τους φτερούγισαν πάλι. Μικρά άσπρα, ακαθόριστα σηματάκια που σχημάτισαν ένα κοπάδι πάνω από τον παράξενο στόλο.
Ο πελώριος γλάρος έκρουξε ξανά. Ο στόλος άρχισε να βουλιάζει. Κάθε κουφάρι πήγαινε να βρει πάλι το μνήμα του στον βυθό της θάλασσας...
Ένα απαλό μουρμούρισμα του νυχτερινού αέρα ακούστηκε,
καθώς το κοπάδι από τις ψυχές των πνιγμένων έφευγε προς την βουνοσειρά... Κι’ έφτασε κοντά της... Ο γλάρος έκρουξε και πάλι. Κάθε μια ψυχή πνιγμένου τότε τρύπωσε μέσα στο κορμί ενός μικρού γλάρου!. . .
Ο μεγάλος γλάρος χάθηκε. Οι μικροί κέρδισαν όλοι από μια ψυχή πνιγμένου! Την αγκάλιασαν σφιχτά με την δική τους ψυχή, μέχρι που έγινε ένα μαζί της. ..
Η αυγή φώτισε γλυκά την πλάση και ένα σύννεφο λευκό οι γλάροι πέταξαν απ’ την βουνοσειρά κα σκορπιστήκαν στα ατέρμονα πέλαγα.
Γλάροι, ψυχές πνιγμένων, το ίδιο πράγμα! Τρανοί θαλασσινοί που ακούραστοι σκίζουν τα πέλαγα και γοργά πλεούμενα που αψηφούνε τον θυμό της θάλασσας, βλέπουν τους γλάρους και σκιρτάει η ψυχή τους. Γλάροι γλυκεία συντροφιά στα μακρινά τους ταξίδια που ξαποσταίνουν στα ψηλά τους άλμπουρα. Είναι αυτές οι ίδιες οι ψυχές των πνιγμένων... Αν η μοίρα των τρανών θαλασσινών γραμμένο το χει, κάποια μέρα θα πάνε μαζί τους. Γλάροι κι’ αυτοί κοντά σε κείνους! Ή ψυχή κάθε πνιγμένου θαλασσινού γίνεται ένα αγνό, λευκό, όμορφο θαλασσοπούλι...
Γιώργος Αργυρίου - Λαογραφία και Θάλασσα
πηγή: o-klooun.com
0 Σχόλια