Ο Θεός αποφάσισε ότι πρέπει να δείξει τη δύναμή του στους ανθρώπους. Πήρε τη μορφή ταύρου, κατέβηκε στη μεσοποταμία, και στάθηκε καμαρωτός. Σύντομα όμως, κατάλαβε ότι η παρουσία του δεν αρκούσε.
Αποφάσισε λοιπόν να μιλήσει. Όχι όμως στη γλώσσα των ανθρώπων, αλλά σε μια άλλη γλώσσα, που οι άνθρωποι θα καταλάβαιναν καλύτερα. Πήρε λοιπόν μαζί του μια λύρα κι έναν ιερέα για να μεσολαβήσει, και ο Θεός μίλησε για πρώτη φορά, απ΄ όσο είναι γνωστό, στους ανθρώπους. Με μουσική.
Λίγες χιλιάδες χρόνια αργότερα ένας μουσικός ταύρος αποτελούσε, για όσους γνωρίζουν, το σημαντικότερο έκθεμα του αρχαιολογικού μουσείου της Βαγδάτης. Αν και η λύρα ήταν πάντα κουρδισμένη, μια επιγραφή έγραφε «μην αγγίζετε».
Μετά την εισβολή των Αμερικανικών δυνάμεων στο Ιράκ, ο Μουσικός Ταύρος που φυλασσόταν στο μουσείο της Βαγδάτης εξαφανίστηκε μυστηριωδώς. Η νέα δύναμη μίλησε και ο άφωνος πλέον θεός την ακολούθησε. Εύκολα.
~~~~~~~~~~
Η Αlice, 5 ετών, ζει στη Μελβούρνη. Εδώ και δύο μήνες πηγαίνει σε μαθήματα τένις, σε ένα γκρουπ με άλλα τέσσερα παιδάκια.
Αν και η μπάλα του τένις είναι, ως γνωστό, κίτρινη, ο προπονητής της Alice χρησιμοποιεί στα μαθήματα κάτι μπάλες λίγο μεγαλύτερες και πιο ελαφριές, κατάλληλες για παιδιά αυτής της ηλικίας: οι μπάλες αυτές είναι βαμένες μισό κίτρινο και μισό κόκκινο.
Επειδή κάποιες μπάλες είχαν χαθεί, σήμερα ο προπονητής έφερε καινούριες. Είναι ίδιες με τις παλιές. Δηλαδή, εντάξει, σχεδόν ίδιες. Τούτες είναι βαμένες με χρώματα ακόμα πιο παιδικά. Μισό κόκκινο και μισό ρόζ.
Στην αρχή, τα παιδιά δεν ήθελαν να παίξουν με τις καινούριες μπάλες. Κανένα τους. Όμως ο προπονητής τους εξήγησε ότι οι μπάλες είναι για την ίδια δουλειά, τους έδειξε ότι είναι ακριβώς το ίδιο μαλακές και ελαφριές, και τα παιδιά κατάλαβαν ότι η διαφορά είναι μόνο στο χρώμα. Από δω από κει, τα περισσότερα συμβιβάστηκαν και άρχισαν να παίζουν.
Όχι όμως και η Alice. Ο προπονητής τη ρώτησε γιατί, και η Alice είπε:
– Τhe balls are weird.
Οι αυστραλοί δεν είναι ρατσιστές. Βλέπετε, όμως, η Alice δεν γεννήθηκε στην Αυστραλία. Η Alice είναι παιδί μεταναστών από την Αφρική και από το Ιράν. Στην πραγματικότητα, η Alice είναι σχεδόν μαύρη.
~~~~~~~~~~~~~~
Η νεαρή μετανάστρια σηκώθηκε από το τραπέζι. Ο καφές που είχε πιεί ήταν υπέροχος. Πήγε στο ταμείο, και πλήρωσε. Της έδωσαν τα ρέστα και, χωρίς να τσεκάρει πόσα είναι, τα έχωσε στην τσέπη της. Έκανε να φύγει, αλλά είδε ότι δίπλα στο ταμείο είχε ένα κουτί για φιλοδωρήματα.
Πάνω από το κουτί, μια επιγραφή που ενθάρρυνε τους πελάτες να ρίξουν το κατιτίς τους: “Tipping feels like hugging, plus you avoid the awkward feeling”.
Δεν έριξε χρήματα.
Την επόμενη μέρα, φόρεσε το ίδιο παντελόνι και έβγαλε τον Spike βόλτα. Τον είχε βρει στο δρόμο πριν από ένα χρόνο. Καθώς περπατούσαν, έβαλε το χέρι στην τσέπη και ένιωσε τα ξεχασμένα κέρματα. Σαν από ένστικτο, αποφάσισε να αλλάξει τη συνηθισμένη διαδρομή. Ο Spike δεν ήθελε να αλλάξει τη ρουτίνα του, τραβούσε, της έβγαλε την πίστη μέχρι να φτάσουν στο καφέ.
Έδεσε το σκύλο απέξω παρότι ήξερε ότι το μαγαζί ήταν pet-friendly. Πήγε κατευθείαν στο κουτί και έριξε μέσα τα χθεσινά ρέστα. Μετά, επέστρεψε στο δωμάτιο που νοίκιαζε, άνοιξε το tablet της και έβγαλε ένα εισιτήριο για την πατρίδα της. One-way.
Προβληματίστηκε τί να κάνει με τον Spike, εδώ ήταν ο τόπος του, τον ήθελε και η συγκάτοικός της, και τελικά αποφάσισε να μην τον πάρει μαζί της.
Λίγους μήνες μετά, το μετάνιωσε.
~~
Τα άνωθεν κείμενα έγραψε ο Γιάννης στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ήταν μια μέρα του Φεβρουαρίου σε μια πολιτική διαδήλωση. Εκατοντάδες νέοι ήταν ξεχυμένοι στους δρόμους. Κάπου εκεί ήμουν κι εγώ, μόνη, χαμένη στο πλήθος.
Παντού χέρια σε ανάταση κρατώντας πανό και καδρόνια με τα δαχτυλίδια τους να λαμπυρίζουν στον ήλιο των αλκυονίδων ημερών. Κάμερες απαθανάτιζαν τη στιγμή από τα μπαλκόνια των πολυκατοικιών.
Παντού πλανιόταν η οσμή μπαγιάτικου ιδρώτα. Εγώ, αν και δύσκολα, ξέφυγα από το δρόμο πάνω που είχαν αρχίσει να γίνονται επεισόδια.
Ήμουν ντυμένη με ό,τι πιο παράταιρο είχα και αχτένιστη. Πήρα μια γκοφρέτα αλλά κατάπινα με δυσκολία, είχε κλείσει ο λαιμός μου και το σάλιο μου είχε στερέψει. Περπατούσα με το ζόρι και ήμουν ξυπόλητη. Είχα πετάξει τα παπούτσια μου γιατί με στενεύανε και πονούσα. Κοίταξα γύρω μου –ναι είχα χαθεί. Η μύτη μου, που δε με είχε προδώσει ποτέ ως τώρα, είχε παραδοθεί στην οσμή από καυσαέρια και αιθαλομίχλη.
Εσύ ποτέ δε θα χανόσουν. Πάντα θαύμαζα το ένστικτο σου.
Έτσι με όψη ζητιάνας μπήκα στο αστικό. Ήμασταν τόσο στριμωγμένοι που οι συνεπιβάτες μου κόντευαν να με φιλήσουν. Ένας βρωμόγερος κοίταζε επίμονα το στήθος μου και γλείφτηκε πρόστυχα, ενώ έτσι όπως ήμασταν κολλητά μου έβαλε χέρι χωρίς να υπάρχει χώρος να τραβηχτώ.
Εσύ ποτέ δε θα το επέτρεπες ποτέ αυτό έτσι;
Αηδιασμένη πάτησα το κουμπί της στάσης, έσπρωξα κόσμο και κατέβηκα –ούτε και γω ξέρω που- πέρασα σαν τρελή μες στο δρόμο και έβγαλα τα σωθικά μου στο πεζοδρόμιο. Κάποιος με είδε και μου προσέφερε το μαντήλι του. Εγώ το απέρριψα και έφυγα τρέχοντας. Δάκρυα αυλάκωναν το πρόσωπό μου. Πού πήγαινα; Έψαξα για καρτοτηλέφωνο, να σε πάρω αλλά έχεις αλλάξει αριθμό. Η απόγνωση μου έγλειφε τα αφτιά..
Από τα πολλά μπήκα σ΄ ένα ταξί και πριν του πω διεύθυνση, ο οδηγός μου έκλεισε ένα από τα τεράστια μάτια του ενώ πλοκάμια εξείχαν από τα μάγουλά του. Άνοιξα με τρόμο την πόρτα και έτρεξα αποδιοργανωμένη στο κοντινότερο καφέ.
Η ξανθιά σερβιτόρα με είδε, μου χαμογέλασε μειλίχια ενώ σάλια έτρεχαν από τη δεξιά μεριά του στόματός της και έπεφταν στον κατάλογο που σκόπευε να μου δώσει. Έξαλλη σε ξέφρενο ρυθμό κατευθύνθηκα προς την έξοδο. Ναι κάτι δεν πήγαινε καλά. Εγώ δεν πήγαινα καλά.
Έψαχνα για το παιδί μου- το παιδί μας- πόσα χρόνια είχα να το δω; Πόσα χρόνια περιπλανιόμουν στο δρόμο; Παντού γύρω μου υπήρχαν πέτρινα ομοιώματα σκυλιών και σαν τεράστια τασάκια είχαν σβησμένα πάνω τους αποτσίγαρα.
Είχε βραδιάσει και τα βράδια μεταμορφωνόμουν σε καπνός. Ήταν ωραία να πετάς άυλος. Εκεί σε πέτυχα στο δρόμο –αλήθεια μετά από πόσον καιρό; Είχαμε αλλάξει και οι δυο από τότε που έφυγες. Σου άπλωσα το χέρι μου και συ μου άπλωσες ασπίδα. Είμαι καθαρή, σου είπα, δεν πίνω πια, αλλά εσύ δε με πίστεψες. Μου έκανες τράκα δύο τσιγάρα και έφυγες ξανά όπως τότε. Τότε ήταν που εγώ έβγαλα ρίζες, μα κανείς δε βρέθηκε να με ποτίσει. Όλοι λένε πως ήμουν απλά μια αλκοολική και τρελή.
Πέρασε καιρός από τότε. Ήμουν καθισμένη στην πλατεία Συντάγματος και μάζευα ψίχουλα από κάτω. Έδινα σκληρή μάχη με τα περιστέρια για το ποιος θα επιβιώσει. Ευτυχώς που και που ερχόταν μια γιαγιά και με τάιζε κρυφά. Ένιωθε πως είχε βρει το σκοπό της ζωής της.
Κι εγώ… εγώ αποτυπώνω σε ένα κομμάτι χαρτί τις εμπειρίες μου, από τον εθισμό μου, από την ψύχωσή μου, γιατί μπορούν να φανούν χρήσιμες για κάποιον που τα αντιμετωπίζει για πρώτη φορά. Για να το διαβάσεις και συ παιδί μου και να καταλάβεις γιατί δεν μπόρεσα να είμαι κοντά σου…
Καθώς περιπλανιόμουν στους άθλιους δρόμους της Αθήνας βρέθηκα αντιμέτωπη με κάτι παιδιά. Εκείνα άρχισαν να με κοροϊδεύουν και μου πέταγαν πέτρες, μα εγώ πνιγμένη από το ίδιο μου το αίμα δεν αντέδρασα και τα άφηνα να παίξουν. Έτσι έκανα και γω κάποτε.
Και τώρα βιάζομαι να τελειώσω αυτό το γράμμα γιατί έγινε ανεπιθύμητη η παρουσία μου και νιώθω ότι θα έρθουν, θα με συλλάβουν και θα με ξανακλείσουν στο λευκό κελί και θα είμαι στο έλεος των θεών με τ’ άσπρα και τότε θα έρθω αντιμέτωπη με την απόλυτη μοναξιά.
Η μοναξιά δεν είναι πληγωμένος εγωισμός, δεν είναι άδειο –ήσυχο- δωμάτιο, δεν είναι ο ιμάντας που σε κρατά καθηλωμένο. Είναι κάτι βαθύ, σκοτεινό και αχόρταγο που σε κατατρώει όπως οι τερμίτες το ξύλο, κάτι που σου ψιθυρίζει αρμονικά πως είναι εδώ για σένα και μόνο για σένα.
Παιδί μου αν εσύ διαβάσεις κάποτε αυτό το γράμμα, θέλω να ξέρεις πως μπορεί να μην ήμουν κοντά σου να σε δω να μεγαλώνεις, όμως βαθιά μέσα μου έχω φυλαγμένη την ανάμνησή σου και πως για το δικό σου καλό έφυγα και απομακρύνθηκα, μα ποτέ δεν σε έβγαλα από την καρδιά μου και ας φρόντισε ο πατέρας σου να με σβήσει από τη ζωή σου. Είναι τόσο δύσκολο να σου τα μεταφέρω όλα αυτά κατ’ ιδίαν, μα θα προσπαθήσω με νύχια και με δόντια να αποτυπώσω την αλήθεια και ας είναι πικρή.
Όσο για μένα… Αποφάσισα να φορέσω φύκια για μεταξωτές κορδέλες και κάλτσες από αχινούς. Ναι, ντύθηκα ολόκληρη θάλασσα και φύτεψα κοράλλια στο γυμνό κεφάλι μου. Μεταμορφώθηκα σε θηλυκό Ποσειδώνα, η τρίαινα μονάχα μου έλειπε.
Γλάροι πετούσαν πάνω από τα κεφάλι μου ξεστομίζοντας λόγια σκουπίδια –λόγια του πατέρα σου- που μόλυναν την ψυχή μου και σαν άμμος, παρασυρόμουν στην ξηρά αποκαλύπτοντας βράχια, στέρφα βράχια τα δόντια μου.
Οι γλάροι συνέχιζαν τα κρωξίματά του και εξαπέλυαν τσούχτρες που γέμιζαν με εκζέματα το σώμα μου κι εγώ ξέμεινα μόνη και αβοήθητη με την καρδιά μου γεμάτη από πίσσα. Αυτός είναι ο τρόπος που τελειώνει ο κόσμος, με μαύρο βέλο και πένθος και, όπως λέει και ο Έλιοτ, όχι με ένα πάταγο…
αλλά με ένα λυγμό,
λυγμό αλλά και ανακούφιση.
Το κείμενο έγραψε η Sοrg W, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
πηγή: Γελωτοποιός
Αποφάσισε λοιπόν να μιλήσει. Όχι όμως στη γλώσσα των ανθρώπων, αλλά σε μια άλλη γλώσσα, που οι άνθρωποι θα καταλάβαιναν καλύτερα. Πήρε λοιπόν μαζί του μια λύρα κι έναν ιερέα για να μεσολαβήσει, και ο Θεός μίλησε για πρώτη φορά, απ΄ όσο είναι γνωστό, στους ανθρώπους. Με μουσική.
Λίγες χιλιάδες χρόνια αργότερα ένας μουσικός ταύρος αποτελούσε, για όσους γνωρίζουν, το σημαντικότερο έκθεμα του αρχαιολογικού μουσείου της Βαγδάτης. Αν και η λύρα ήταν πάντα κουρδισμένη, μια επιγραφή έγραφε «μην αγγίζετε».
Μετά την εισβολή των Αμερικανικών δυνάμεων στο Ιράκ, ο Μουσικός Ταύρος που φυλασσόταν στο μουσείο της Βαγδάτης εξαφανίστηκε μυστηριωδώς. Η νέα δύναμη μίλησε και ο άφωνος πλέον θεός την ακολούθησε. Εύκολα.
~~~~~~~~~~
Η Αlice, 5 ετών, ζει στη Μελβούρνη. Εδώ και δύο μήνες πηγαίνει σε μαθήματα τένις, σε ένα γκρουπ με άλλα τέσσερα παιδάκια.
Αν και η μπάλα του τένις είναι, ως γνωστό, κίτρινη, ο προπονητής της Alice χρησιμοποιεί στα μαθήματα κάτι μπάλες λίγο μεγαλύτερες και πιο ελαφριές, κατάλληλες για παιδιά αυτής της ηλικίας: οι μπάλες αυτές είναι βαμένες μισό κίτρινο και μισό κόκκινο.
Επειδή κάποιες μπάλες είχαν χαθεί, σήμερα ο προπονητής έφερε καινούριες. Είναι ίδιες με τις παλιές. Δηλαδή, εντάξει, σχεδόν ίδιες. Τούτες είναι βαμένες με χρώματα ακόμα πιο παιδικά. Μισό κόκκινο και μισό ρόζ.
Στην αρχή, τα παιδιά δεν ήθελαν να παίξουν με τις καινούριες μπάλες. Κανένα τους. Όμως ο προπονητής τους εξήγησε ότι οι μπάλες είναι για την ίδια δουλειά, τους έδειξε ότι είναι ακριβώς το ίδιο μαλακές και ελαφριές, και τα παιδιά κατάλαβαν ότι η διαφορά είναι μόνο στο χρώμα. Από δω από κει, τα περισσότερα συμβιβάστηκαν και άρχισαν να παίζουν.
Όχι όμως και η Alice. Ο προπονητής τη ρώτησε γιατί, και η Alice είπε:
– Τhe balls are weird.
Οι αυστραλοί δεν είναι ρατσιστές. Βλέπετε, όμως, η Alice δεν γεννήθηκε στην Αυστραλία. Η Alice είναι παιδί μεταναστών από την Αφρική και από το Ιράν. Στην πραγματικότητα, η Alice είναι σχεδόν μαύρη.
~~~~~~~~~~~~~~
Η νεαρή μετανάστρια σηκώθηκε από το τραπέζι. Ο καφές που είχε πιεί ήταν υπέροχος. Πήγε στο ταμείο, και πλήρωσε. Της έδωσαν τα ρέστα και, χωρίς να τσεκάρει πόσα είναι, τα έχωσε στην τσέπη της. Έκανε να φύγει, αλλά είδε ότι δίπλα στο ταμείο είχε ένα κουτί για φιλοδωρήματα.
Πάνω από το κουτί, μια επιγραφή που ενθάρρυνε τους πελάτες να ρίξουν το κατιτίς τους: “Tipping feels like hugging, plus you avoid the awkward feeling”.
Δεν έριξε χρήματα.
Την επόμενη μέρα, φόρεσε το ίδιο παντελόνι και έβγαλε τον Spike βόλτα. Τον είχε βρει στο δρόμο πριν από ένα χρόνο. Καθώς περπατούσαν, έβαλε το χέρι στην τσέπη και ένιωσε τα ξεχασμένα κέρματα. Σαν από ένστικτο, αποφάσισε να αλλάξει τη συνηθισμένη διαδρομή. Ο Spike δεν ήθελε να αλλάξει τη ρουτίνα του, τραβούσε, της έβγαλε την πίστη μέχρι να φτάσουν στο καφέ.
Έδεσε το σκύλο απέξω παρότι ήξερε ότι το μαγαζί ήταν pet-friendly. Πήγε κατευθείαν στο κουτί και έριξε μέσα τα χθεσινά ρέστα. Μετά, επέστρεψε στο δωμάτιο που νοίκιαζε, άνοιξε το tablet της και έβγαλε ένα εισιτήριο για την πατρίδα της. One-way.
Προβληματίστηκε τί να κάνει με τον Spike, εδώ ήταν ο τόπος του, τον ήθελε και η συγκάτοικός της, και τελικά αποφάσισε να μην τον πάρει μαζί της.
Λίγους μήνες μετά, το μετάνιωσε.
~~
Τα άνωθεν κείμενα έγραψε ο Γιάννης στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ήταν μια μέρα του Φεβρουαρίου σε μια πολιτική διαδήλωση. Εκατοντάδες νέοι ήταν ξεχυμένοι στους δρόμους. Κάπου εκεί ήμουν κι εγώ, μόνη, χαμένη στο πλήθος.
Παντού χέρια σε ανάταση κρατώντας πανό και καδρόνια με τα δαχτυλίδια τους να λαμπυρίζουν στον ήλιο των αλκυονίδων ημερών. Κάμερες απαθανάτιζαν τη στιγμή από τα μπαλκόνια των πολυκατοικιών.
Παντού πλανιόταν η οσμή μπαγιάτικου ιδρώτα. Εγώ, αν και δύσκολα, ξέφυγα από το δρόμο πάνω που είχαν αρχίσει να γίνονται επεισόδια.
Ήμουν ντυμένη με ό,τι πιο παράταιρο είχα και αχτένιστη. Πήρα μια γκοφρέτα αλλά κατάπινα με δυσκολία, είχε κλείσει ο λαιμός μου και το σάλιο μου είχε στερέψει. Περπατούσα με το ζόρι και ήμουν ξυπόλητη. Είχα πετάξει τα παπούτσια μου γιατί με στενεύανε και πονούσα. Κοίταξα γύρω μου –ναι είχα χαθεί. Η μύτη μου, που δε με είχε προδώσει ποτέ ως τώρα, είχε παραδοθεί στην οσμή από καυσαέρια και αιθαλομίχλη.
Εσύ ποτέ δε θα χανόσουν. Πάντα θαύμαζα το ένστικτο σου.
Έτσι με όψη ζητιάνας μπήκα στο αστικό. Ήμασταν τόσο στριμωγμένοι που οι συνεπιβάτες μου κόντευαν να με φιλήσουν. Ένας βρωμόγερος κοίταζε επίμονα το στήθος μου και γλείφτηκε πρόστυχα, ενώ έτσι όπως ήμασταν κολλητά μου έβαλε χέρι χωρίς να υπάρχει χώρος να τραβηχτώ.
Εσύ ποτέ δε θα το επέτρεπες ποτέ αυτό έτσι;
Αηδιασμένη πάτησα το κουμπί της στάσης, έσπρωξα κόσμο και κατέβηκα –ούτε και γω ξέρω που- πέρασα σαν τρελή μες στο δρόμο και έβγαλα τα σωθικά μου στο πεζοδρόμιο. Κάποιος με είδε και μου προσέφερε το μαντήλι του. Εγώ το απέρριψα και έφυγα τρέχοντας. Δάκρυα αυλάκωναν το πρόσωπό μου. Πού πήγαινα; Έψαξα για καρτοτηλέφωνο, να σε πάρω αλλά έχεις αλλάξει αριθμό. Η απόγνωση μου έγλειφε τα αφτιά..
Από τα πολλά μπήκα σ΄ ένα ταξί και πριν του πω διεύθυνση, ο οδηγός μου έκλεισε ένα από τα τεράστια μάτια του ενώ πλοκάμια εξείχαν από τα μάγουλά του. Άνοιξα με τρόμο την πόρτα και έτρεξα αποδιοργανωμένη στο κοντινότερο καφέ.
Η ξανθιά σερβιτόρα με είδε, μου χαμογέλασε μειλίχια ενώ σάλια έτρεχαν από τη δεξιά μεριά του στόματός της και έπεφταν στον κατάλογο που σκόπευε να μου δώσει. Έξαλλη σε ξέφρενο ρυθμό κατευθύνθηκα προς την έξοδο. Ναι κάτι δεν πήγαινε καλά. Εγώ δεν πήγαινα καλά.
Έψαχνα για το παιδί μου- το παιδί μας- πόσα χρόνια είχα να το δω; Πόσα χρόνια περιπλανιόμουν στο δρόμο; Παντού γύρω μου υπήρχαν πέτρινα ομοιώματα σκυλιών και σαν τεράστια τασάκια είχαν σβησμένα πάνω τους αποτσίγαρα.
Είχε βραδιάσει και τα βράδια μεταμορφωνόμουν σε καπνός. Ήταν ωραία να πετάς άυλος. Εκεί σε πέτυχα στο δρόμο –αλήθεια μετά από πόσον καιρό; Είχαμε αλλάξει και οι δυο από τότε που έφυγες. Σου άπλωσα το χέρι μου και συ μου άπλωσες ασπίδα. Είμαι καθαρή, σου είπα, δεν πίνω πια, αλλά εσύ δε με πίστεψες. Μου έκανες τράκα δύο τσιγάρα και έφυγες ξανά όπως τότε. Τότε ήταν που εγώ έβγαλα ρίζες, μα κανείς δε βρέθηκε να με ποτίσει. Όλοι λένε πως ήμουν απλά μια αλκοολική και τρελή.
Πέρασε καιρός από τότε. Ήμουν καθισμένη στην πλατεία Συντάγματος και μάζευα ψίχουλα από κάτω. Έδινα σκληρή μάχη με τα περιστέρια για το ποιος θα επιβιώσει. Ευτυχώς που και που ερχόταν μια γιαγιά και με τάιζε κρυφά. Ένιωθε πως είχε βρει το σκοπό της ζωής της.
Κι εγώ… εγώ αποτυπώνω σε ένα κομμάτι χαρτί τις εμπειρίες μου, από τον εθισμό μου, από την ψύχωσή μου, γιατί μπορούν να φανούν χρήσιμες για κάποιον που τα αντιμετωπίζει για πρώτη φορά. Για να το διαβάσεις και συ παιδί μου και να καταλάβεις γιατί δεν μπόρεσα να είμαι κοντά σου…
Καθώς περιπλανιόμουν στους άθλιους δρόμους της Αθήνας βρέθηκα αντιμέτωπη με κάτι παιδιά. Εκείνα άρχισαν να με κοροϊδεύουν και μου πέταγαν πέτρες, μα εγώ πνιγμένη από το ίδιο μου το αίμα δεν αντέδρασα και τα άφηνα να παίξουν. Έτσι έκανα και γω κάποτε.
Και τώρα βιάζομαι να τελειώσω αυτό το γράμμα γιατί έγινε ανεπιθύμητη η παρουσία μου και νιώθω ότι θα έρθουν, θα με συλλάβουν και θα με ξανακλείσουν στο λευκό κελί και θα είμαι στο έλεος των θεών με τ’ άσπρα και τότε θα έρθω αντιμέτωπη με την απόλυτη μοναξιά.
Η μοναξιά δεν είναι πληγωμένος εγωισμός, δεν είναι άδειο –ήσυχο- δωμάτιο, δεν είναι ο ιμάντας που σε κρατά καθηλωμένο. Είναι κάτι βαθύ, σκοτεινό και αχόρταγο που σε κατατρώει όπως οι τερμίτες το ξύλο, κάτι που σου ψιθυρίζει αρμονικά πως είναι εδώ για σένα και μόνο για σένα.
Παιδί μου αν εσύ διαβάσεις κάποτε αυτό το γράμμα, θέλω να ξέρεις πως μπορεί να μην ήμουν κοντά σου να σε δω να μεγαλώνεις, όμως βαθιά μέσα μου έχω φυλαγμένη την ανάμνησή σου και πως για το δικό σου καλό έφυγα και απομακρύνθηκα, μα ποτέ δεν σε έβγαλα από την καρδιά μου και ας φρόντισε ο πατέρας σου να με σβήσει από τη ζωή σου. Είναι τόσο δύσκολο να σου τα μεταφέρω όλα αυτά κατ’ ιδίαν, μα θα προσπαθήσω με νύχια και με δόντια να αποτυπώσω την αλήθεια και ας είναι πικρή.
Όσο για μένα… Αποφάσισα να φορέσω φύκια για μεταξωτές κορδέλες και κάλτσες από αχινούς. Ναι, ντύθηκα ολόκληρη θάλασσα και φύτεψα κοράλλια στο γυμνό κεφάλι μου. Μεταμορφώθηκα σε θηλυκό Ποσειδώνα, η τρίαινα μονάχα μου έλειπε.
Γλάροι πετούσαν πάνω από τα κεφάλι μου ξεστομίζοντας λόγια σκουπίδια –λόγια του πατέρα σου- που μόλυναν την ψυχή μου και σαν άμμος, παρασυρόμουν στην ξηρά αποκαλύπτοντας βράχια, στέρφα βράχια τα δόντια μου.
Οι γλάροι συνέχιζαν τα κρωξίματά του και εξαπέλυαν τσούχτρες που γέμιζαν με εκζέματα το σώμα μου κι εγώ ξέμεινα μόνη και αβοήθητη με την καρδιά μου γεμάτη από πίσσα. Αυτός είναι ο τρόπος που τελειώνει ο κόσμος, με μαύρο βέλο και πένθος και, όπως λέει και ο Έλιοτ, όχι με ένα πάταγο…
αλλά με ένα λυγμό,
λυγμό αλλά και ανακούφιση.
Το κείμενο έγραψε η Sοrg W, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
πηγή: Γελωτοποιός
0 Σχόλια